Greek Meaning of pen pal
Ανταποκριτής
Other Greek words related to Ανταποκριτής
- Άλτερ έγκο
- συνεργάτης
- Αδερφός αίματος
- φίλος
- φίλος
- Συνάδελφος
- Σύντροφος
- Σύντροφος
- Εμπιστευτικός
- εμπίστευμα
- γνώριμος
- φίλος
- γενναιόδωρος
- κοινωνικός
- φίλος
- συνεργάτης
- συνάδελφος
- Σύμμαχος
- φίλος
- ευεργέτης
- αδελφός
- ομοσπονδία
- Συνεργάτης
- σύντροφος
- φίλος
- συνάδελφος
- Κύριος άνθρωπος
- φίλος
- μουσκετερος
- αδερφή
- αθλητισμός
- οπαδός
- συμπαθών
- καλύτερο
- συνεργός
- Συνεργός
- Γνώριμος
- ομοσπονδιακός
- φιλικός
- Ευεργέτης
Nearest Words of pen pal
Definitions and Meaning of pen pal in English
pen pal (n)
a person you come to know by frequent friendly correspondence
FAQs About the word pen pal
Ανταποκριτής
a person you come to know by frequent friendly correspondence
Άλτερ έγκο,συνεργάτης,Αδερφός αίματος,φίλος,φίλος,Συνάδελφος,Σύντροφος,Σύντροφος,Εμπιστευτικός,εμπίστευμα
εχθρός,εχθρός,αντίπαλος,ανταγωνιστής,ανταγωνιστής,Αντίπαλος,αντίπαλος,θανάσιμος εχθρός,νέμεσις
pen nib => Πένα, pen name => Ψευδώνυμο, pen => στυλό, pemphigus => Πέμφιγας, pemphigous => Πέμφιγα,