Greek Meaning of confidant
Εμπιστευτικός
Other Greek words related to Εμπιστευτικός
Nearest Words of confidant
- confidante => εμπίστευμα
- confide => εμπιστεύομαι
- confidence => εμπιστοσύνη
- confidence game => Παιχνίδι εμπιστοσύνης
- confidence man => απατεώνας
- confidence trick => απάτη εμπιστοσύνης
- confident => σίγουρος
- confidential => εμπιστευτικός
- confidential adviser-advisee relation => Εμπιστευτικός σύμβουλος - σχέση συμβούλου-συμβουλευόμενου
- confidential information => εμπιστευτικές πληροφορίες
Definitions and Meaning of confidant in English
confidant (n)
someone to whom private matters are confided
FAQs About the word confidant
Εμπιστευτικός
someone to whom private matters are confided
φίλος,φίλος,φίλος,Συνάδελφος,Σύντροφος,Σύντροφος,εμπίστευμα,φίλος,γνώριμος,μουσκετερος
εχθρός,εχθρός,αντίπαλος,ανταγωνιστής,ανταγωνιστής,Αντίπαλος,αντίπαλος,θανάσιμος εχθρός,νέμεσις
confetti => Κονφετί, confessor => εξομολόγος, confessional => εξομολογητήριο, confession of judgment => Ομολογία κρίσης, confession of judgement => Αναγνώριση απόφασης,