Greek Meaning of archenemy

θανάσιμος εχθρός

Other Greek words related to θανάσιμος εχθρός

Definitions and Meaning of archenemy in English

Webster

archenemy (n.)

A principal enemy. Specifically, Satan, the grand adversary of mankind.

FAQs About the word archenemy

θανάσιμος εχθρός

A principal enemy. Specifically, Satan, the grand adversary of mankind.

εχθρός,αντίπαλος,ανταγωνιστής,αρχέψυχος,Επιτιθέμενος,εχθρός,εχθρικός,εισβολέας,νέμεσις,Αντίπαλος

συνεργός,Συνεργός,Σύμμαχος,φίλος,φίλος,Συνεργάτης,Συνάδελφος,Σύντροφος,Σύντροφος,φίλος

archencephala => Αραχνεγκεφαλία, archelogy => αρχαιολογία, archegony => αρχέγονιο, archegonium => Αρχέγονιο, archegoniate => αρχεγόνιες,