Greek Meaning of archencephala
Αραχνεγκεφαλία
Other Greek words related to Αραχνεγκεφαλία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of archencephala
- archenemy => θανάσιμος εχθρός
- archenteric => αρχεντερικός
- archenteron => πρωτόσημο
- archeobacteria => Αρχαιοβακτήρια
- archeologic => αρχαιολογικός
- archeological => αρχαιολογικός
- archeological remains => Αρχαιολογικά κατάλοιπα
- archeological site => αρχαιολογικός τόπος
- archeologist => αρχαιολόγος
- archeology => αρχαιολογία
Definitions and Meaning of archencephala in English
archencephala (n. pl.)
The division that includes man alone.
FAQs About the word archencephala
Αραχνεγκεφαλία
The division that includes man alone.
No synonyms found.
No antonyms found.
archelogy => αρχαιολογία, archegony => αρχέγονιο, archegonium => Αρχέγονιο, archegoniate => αρχεγόνιες, archegonial => αρχεγονικός,