Greek Meaning of ill-wisher

Κακόβουλος

Other Greek words related to Κακόβουλος

Definitions and Meaning of ill-wisher in English

Webster

ill-wisher (n.)

One who wishes ill to another; an enemy.

FAQs About the word ill-wisher

Κακόβουλος

One who wishes ill to another; an enemy.

αντίπαλος,ανταγωνιστής,εχθρός,εχθρός,εχθρικός,Αντίπαλος,θανάσιμος εχθρός,επιτιθέμενος,Επιτιθέμενος,μαχητής

φίλος,φίλος,συνεργός,Συνεργός,Σύμμαχος,φίλος,φίλος,Συνεργάτης,Συνάδελφος,Σύντροφος

ill-will => Κακή θέληση, illuxurious => μη ποιοτικό, illustrous => επίσημος, illustriousness => περίλαμπρος, illustriously => διαπρεπώς,