Greek Meaning of hail-fellow

χαλαρός σύντροφος

Other Greek words related to χαλαρός σύντροφος

Definitions and Meaning of hail-fellow in English

Wordnet

hail-fellow (s)

heartily friendly and congenial

Webster

hail-fellow (n.)

An intimate companion.

FAQs About the word hail-fellow

χαλαρός σύντροφος

heartily friendly and congenialAn intimate companion.

φιλικός,ζεστός,στοργικός,φιλικός,φιλαράκια,κοντά,φιλικός,φιλικός,συντροφικός,φιλικός

αλλοτριωμένος,ανταγωνιστικός,κρύος,κουλ,εχθρικός,παγωμένος,ανεπιθύμητος,επιθετικός,επιχειρηματικός,εμπόλεμος

haile selassie => Χαϊλέ Σελασιέ, hail mary => Χαίρε Μαρία, hail => Χαλάζι, haikwan tael => haikwan tael, haiku => χαϊκού,