Greek Meaning of wintery

χειμωνιάτικος

Other Greek words related to χειμωνιάτικος

Definitions and Meaning of wintery in English

Wordnet

wintery (a)

characteristic of or occurring in winter

Webster

wintery (a.)

Wintry.

FAQs About the word wintery

χειμωνιάτικος

characteristic of or occurring in winterWintry.

κρύος,κρύος,κατάψυξη,κρύο,παγωμένος,Ψυχρός,αρκτικός,πικρός,χιλι,κουλ

φλογερός,φλεγόμενος,βράζω,ψήσιμο στη σχάρα,καίγοντας,φλογερό,φλογερός,φλογερός,φωτεινό,θερμαινόμενο

winterweed => Χειμωνιάτικο χόρτο, wintertime => Χειμερινή ώρα, wintertide => Χειμώνας, winter's bark tree => χειμωνιάτικος φλοιός δέντρου, winter's bark family => οικογένεια του φλοιού του χειμώνα,