Greek Meaning of arctic
αρκτικός
Other Greek words related to αρκτικός
- χιλι
- κρύος
- κρύος
- κουλ
- κατάψυξη
- κρύο
- παγωμένος
- πολικός, πολωτικός
- Ψυχρός
- πικρός
- ζωηρός
- παγωμένο
- παγωμένος
- Παγωμένο
- παγετώδης
- παγωμένος
- Δροσερός
- μουδιαστικό
- τρεμάμενος
- χειμωνιάτικος
- χιονώδης
- παγωμένος
- ψύχθηκε
- Δροσερός
- ενθαρρυντικός
- Κροκαλένια
- κρυογενής
- Κοπή
- παγωμένος
- κατεψυγμένο
- παγωμένος
- απότομος
- τσίμπημα
- διεισδυτικός
- τρύπημα
- ψυχόμενο
- αυστηρός
- κοφτερός
- Ζωηρό
- Μη θερμανμένο
- Δροσερός
- παγωμένος
- κάτω από το μηδέν
- πολύ κρύο
- φλογερός
- φλεγόμενος
- βράζω
- ψήσιμο στη σχάρα
- καίγοντας
- φλογερό
- φλογερός
- φλογερός
- φωτεινό
- θερμαινόμενο
- ζεστό
- Πυριγενές
- χλιαρός
- λιωμένο
- φλογερός
- το ψήσιμο
- καυστικός
- βράζων
- σιγοψημένος
- oiμώδης
- αποπνικτικός
- Χλιαρός
- Καυτός, καυλωμένος
- ζεστός
- θέρμανση
- Λευκοπύρωτο
- καυτό
- ισημερινός
- Πυρετώδης
- φλεγμονώδης
- υπερθερμασμένος
- καυτός
- καυτός
- άνετος
- τροπικός
- θερμαινόμενος
- ξαναζεσταμένο
- υπέρχλιαρό
- κοκκινισμένος
- Συννεφιασμένος
- Αχνιστός
- περίληψη
- φλεγμονώδης
- Τηγανητό
Nearest Words of arctic
- arctic archipelago => Αρκτικό αρχιπέλαγος
- arctic char => πέστροφα
- arctic circle => Αρκτικός Κύκλος
- arctic fox => πολική αλεπού
- arctic ground squirrel => Αρκτικός σκίουρος
- arctic hare => πολικός λαγός
- arctic moss => Αρκτική βρύα
- arctic mouse-ear => Πολικό αυτί ποντικιού
- arctic ocean => Αρκτικός Ωκεανός
- arctic poppy => Mήκωνας πολικός
Definitions and Meaning of arctic in English
arctic (n)
the regions to the north of the Arctic Circle centered on the North Pole
a waterproof overshoe that protects shoes from water or snow
arctic (s)
of or relating to the Arctic
extremely cold
arctic (a.)
Pertaining to, or situated under, the northern constellation called the Bear; northern; frigid; as, the arctic pole, circle, region, ocean; an arctic expedition, night, temperature.
arctic (n.)
The arctic circle.
A warm waterproof overshoe.
FAQs About the word arctic
αρκτικός
the regions to the north of the Arctic Circle centered on the North Pole, a waterproof overshoe that protects shoes from water or snow, of or relating to the Ar
χιλι,κρύος,κρύος,κουλ,κατάψυξη,κρύο,παγωμένος,πολικός, πολωτικός,Ψυχρός,πικρός
φλογερός,φλεγόμενος,βράζω,ψήσιμο στη σχάρα,καίγοντας,φλογερό,φλογερός,φλογερός,φωτεινό,θερμαινόμενο
arctation => στένωση, arctangent => εφαπτομένη, arctan => Εφαπτομένη τόξου, arcsine => τόξο συνημιτόνου, arcsin => τόξο ημιτόνου,