Greek Meaning of nipping
τσίμπημα
Other Greek words related to τσίμπημα
- χιλι
- κρύος
- κρύος
- κουλ
- κατάψυξη
- κρύο
- παγωμένος
- αρκτικός
- πικρός
- ζωηρός
- παγωμένο
- παγωμένος
- Παγωμένο
- παγετώδης
- παγωμένος
- Δροσερός
- μουδιαστικό
- πολικός, πολωτικός
- τρεμάμενος
- Ζωηρό
- χειμωνιάτικος
- χιονώδης
- ψύχθηκε
- Ψυχρός
- ενθαρρυντικός
- Κροκαλένια
- κρυογενής
- Κοπή
- παγωμένος
- κατεψυγμένο
- παγωμένος
- απότομος
- διεισδυτικός
- τρύπημα
- ψυχόμενο
- αυστηρός
- κοφτερός
- Μη θερμανμένο
- παγωμένος
- Δροσερός
- Δροσερός
- παγωμένος
- κάτω από το μηδέν
- πολύ κρύο
- φλογερός
- φλεγόμενος
- βράζω
- ψήσιμο στη σχάρα
- καίγοντας
- φλογερό
- φλογερός
- φλογερός
- φωτεινό
- θερμαινόμενο
- ζεστό
- Πυριγενές
- χλιαρός
- λιωμένο
- φλογερός
- το ψήσιμο
- καυστικός
- βράζων
- σιγοψημένος
- oiμώδης
- αποπνικτικός
- Χλιαρός
- Καυτός, καυλωμένος
- θέρμανση
- Λευκοπύρωτο
- καυτό
- Πυρετώδης
- φλεγμονώδης
- υπερθερμασμένος
- καυτός
- καυτός
- άνετος
- ζεστός
- θερμαινόμενος
- ξαναζεσταμένο
- υπέρχλιαρό
- ισημερινός
- κοκκινισμένος
- Συννεφιασμένος
- Αχνιστός
- περίληψη
- τροπικός
- φλεγμονώδης
- Τηγανητό
Nearest Words of nipping
Definitions and Meaning of nipping in English
nipping (s)
capable of wounding
pleasantly cold and invigorating
nipping (p. pr. & vb. n.)
of Nip
nipping (a.)
Biting; pinching; painful; destructive; as, a nipping frost; a nipping wind.
FAQs About the word nipping
τσίμπημα
capable of wounding, pleasantly cold and invigoratingof Nip, Biting; pinching; painful; destructive; as, a nipping frost; a nipping wind.
χιλι,κρύος,κρύος,κουλ,κατάψυξη,κρύο,παγωμένος,αρκτικός,πικρός,ζωηρός
φλογερός,φλεγόμενος,βράζω,ψήσιμο στη σχάρα,καίγοντας,φλογερό,φλογερός,φλογερός,φωτεινό,θερμαινόμενο
nippers => τανάλια, nipper => πένσα, nipped => Τσιμπημένο, nipa palm => Νίπα, nipa fruticans => Nipa fruticans,