Greek Meaning of red hot
φλογερός
Other Greek words related to φλογερός
- Σύγχρονο
- τρέχων
- μοντέρνος
- μοντέρνος
- νέος
- Σχεδιαστής
- φουτουριστικός
- ζεστό
- τελευταίος
- Mod
- μοντερνιστικός
- μοντέρνος
- καινούργιος
- σύγχρονος
- πρόσφατος
- Τελευταίας τεχνολογίας
- κομψό
- υπερσύγχρονο
- Ενημερωμένος
- επίκαιρος
- νέα εποχή
- τι συμβαίνει
- Υψηλής τεχνολογίας
- Υψηλής τεχνολογίας
- σε
- τελευταίο
- τελευταίας εποχής
- μοντέρνος
- τώρα
- Διαστημική εποχή
- νέας μόδας
- νέος
- ενημερωμένος/-η/-ο
- Αιωνόβιος
- αναχρονιστικός
- αρχαίος
- προκατακλυσμιαίος
- ξεπερασμένος
- αντίκα
- αρχαϊκός
- παρελθόν
- χρονολογημένος
- πρώην
- μπαγιάτικος
- ιστορικός
- ιστορικός
- πολιός
- αργά
- μουχλιασμένο
- παλιό
- παλιομοδίτικος
- παλιός
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένο
- παρελθόν
- σεβάσμιος
- ηλικιωμένοι
- απορριφθεί
- παρωχημένος
- ο παλαιός κόσμος
- ξεπερασμένος.
- πάσο
- ρετρό
- ανάδρομος
- παλιομοδίτικη
- φθαρμένος
- Αθάνατος
- αναξιοποίητος
- ξεχασμένος
- καπούτ
- απομακρυσμένος
- διαχρονικός
- μη εκσυγχρονισμένο
- καππούτ
Nearest Words of red hot
- red herring => Ερυθρά ρέγγα
- red helleborine => Ερυθρή ελλέβορος
- red heat => Πυρακτωμένος
- red haw => Κόκκινη γκορτσιά
- red hand defenders => Υπερασπιστές του κόκκινου χεριού
- red gum => κόκκινη κόμμι
- red guard => Κόκκινοι φρουροί
- red grouse => Κόκκινη πέρδικα
- red gram => Κόκκινες φακές
- red goosefoot => Χηνόπους ο ερυθρός
Definitions and Meaning of red hot in English
red hot (n)
a frankfurter served hot on a bun
red hot (s)
having strong sexual appeal
newest or most recent
characterized by intense emotion or interest or excitement
glowing red with heat
very fast; capable of quick response and great speed
red hot (a.)
Red with heat; heated to redness; as, red-hot iron; red-hot balls. Hence, figuratively, excited; violent; as, a red-hot radical.
FAQs About the word red hot
φλογερός
a frankfurter served hot on a bun, having strong sexual appeal, newest or most recent, characterized by intense emotion or interest or excitement, glowing red w
Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,μοντέρνος,νέος,Σχεδιαστής,φουτουριστικός,ζεστό,τελευταίος,Mod
Αιωνόβιος,αναχρονιστικός,αρχαίος,προκατακλυσμιαίος,ξεπερασμένος,αντίκα,αρχαϊκός,παρελθόν,χρονολογημένος,πρώην
red herring => Ερυθρά ρέγγα, red helleborine => Ερυθρή ελλέβορος, red heat => Πυρακτωμένος, red haw => Κόκκινη γκορτσιά, red hand defenders => Υπερασπιστές του κόκκινου χεριού,