Greek Meaning of outworn

φθαρμένος

Other Greek words related to φθαρμένος

Definitions and Meaning of outworn in English

outworn

no longer useful or acceptable, worn-out sense 1, out-of-date

FAQs About the word outworn

φθαρμένος

no longer useful or acceptable, worn-out sense 1, out-of-date

ξεπερασμένος,αρχαϊκός,μεσαιωνικός,παρωχημένος,γήρανση,αρχαίος,αντίκα,χρονολογημένος,καταργημένος,απορριφθεί

Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,νέος,σύγχρονος,πρόσφατος,φρέσκος,Λειτουργικός,Mod,μοντέρνος

outwore => φθαρμένος, outwitting => ξεγελώ, outwitted => ξεπέρασε σε εξυπνάδα, outweighing => υπερτερείν, outweighed => υπερτερούσε,