FAQs About the word outweighing

υπερτερείν

to exceed in weight, value, or importance, to be greater than in weight, value, or importance

υπερβαίνων,επισκιάζοντας,νανισμός,εισαγωγή,σημαντικό,έννοια,ξεπερνώντας,σημαντική,ξεπερνώντας,υπερβατικός

No antonyms found.

outweighed => υπερτερούσε, outwearing => φθαρμένο, outthought => ξεπερνάω κάποιος σε εξυπνάδα, outthinking => Πανουργία, outthink => ξεπερνάω σε πνεύμα,