Greek Meaning of surpassing

ξεπερνώντας

Other Greek words related to ξεπερνώντας

Definitions and Meaning of surpassing in English

Wordnet

surpassing (s)

exceeding or surpassing usual limits especially in excellence

far beyond what is usual in magnitude or degree

FAQs About the word surpassing

ξεπερνώντας

exceeding or surpassing usual limits especially in excellence, far beyond what is usual in magnitude or degree

επιβεβαιωμένο,εξαιρετικός,τρομερός,φρικτός,τεράστιος,κύριος,υπερθετικός,Ανώτατος,φοβερός,φοβερός

αμφίβολος,αμφίβολος,κατάλληλος,αμφισβητήσιμος,περιορισμένος,αβέβαιος,αμφίβολος

surpass => ξεπερνάω, surnia ulula => Γλαύκος ο αετιδεής, surnia => Πανίδα αετών, surname => επώνυμο, surmullet => μουστάκι,