Greek Meaning of surpassing
ξεπερνώντας
Other Greek words related to ξεπερνώντας
- επιβεβαιωμένο
- εξαιρετικός
- τρομερός
- φρικτός
- τεράστιος
- κύριος
- υπερθετικός
- Ανώτατος
- φοβερός
- φοβερός
- απόλυτος
- σταθερά
- ατελείωτος
- αιώνιος
- ακραίο
- γνήσιος
- συνήθης
- απελπισμένος
- αμετανόητος
- εντελώς
- τέλειο
- αιώνιος
- πραγματικός
- συνολικό
- αθάνατος
- unremitting **ακατάπαυστος
- απεριόριστος
- πραγματικός
- Ολοήμερος
- θρασύς
- αυθεντικός
- κενό
- ανθισμένος
- καταπληκτικός
- κατηγορηματικός
- κλασικός
- Καθαρός
- ολοκληρωμένο
- ολοκληρωμένος
- συντριβή
- διάολε
- κατάρατος
- νεκρός
- θανατηφόρος
- ορισμένος
- απολύτως
- φοβερός
- δίκαιο
- καθαρά και ξάστερα
- κατακόρυφος
- βαθύς
- καθαρός
- βαθμός
- τακτικός
- διάφανος
- απλός
- σκληρός
- πέτρα
- κατευθείαν
- εμπεριστατωμένος
- διεξοδικός
- ατόφιος
- απαύστως
- άνευ όρων
- αμείωτος
- ανειδίκευτος
- προφέρει
- πολύ
- με το γκάζι στο τέρμα
Nearest Words of surpassing
Definitions and Meaning of surpassing in English
surpassing (s)
exceeding or surpassing usual limits especially in excellence
far beyond what is usual in magnitude or degree
FAQs About the word surpassing
ξεπερνώντας
exceeding or surpassing usual limits especially in excellence, far beyond what is usual in magnitude or degree
επιβεβαιωμένο,εξαιρετικός,τρομερός,φρικτός,τεράστιος,κύριος,υπερθετικός,Ανώτατος,φοβερός,φοβερός
αμφίβολος,αμφίβολος,κατάλληλος,αμφισβητήσιμος,περιορισμένος,αβέβαιος,αμφίβολος
surpass => ξεπερνάω, surnia ulula => Γλαύκος ο αετιδεής, surnia => Πανίδα αετών, surname => επώνυμο, surmullet => μουστάκι,