FAQs About the word surpliced

στολισμένος με ιερατικό φόρεμα

wearing a surplice

No synonyms found.

No antonyms found.

surplice => επιτραχήλιο, surpassingly => Υπερβολικά, surpassing => ξεπερνώντας, surpass => ξεπερνάω, surnia ulula => Γλαύκος ο αετιδεής,