Greek Meaning of pure
καθαρός
Other Greek words related to καθαρός
- Νοθευμένο
- κράμα
- Μολυσμένος
- κατεστραμμένο
- κατευνασμένος
- αραιωμένο
- Ακάθαρτος
- μικτός
- μολυσμένος
- κακομαθημένος
- μολυσμένος
- ενωμένος
- μικτός
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- βεβηλωμένος
- λειωμένος
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- προσχώρησε
- συγχωνευμένο
- αναμεμιγμένα
- λερωμένος
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- Μολυσμένο
- αδιευκρίνιστος
- Befouled = Βεβηλωμένος
- λερωμένος
- συσπειρώθηκε
- ενωμένες
- βρώμικος
- συνδεδεμένος
- ενωμένος
Nearest Words of pure
- purdah => πουρδάχ
- purchasing department => Τμήμα προμηθειών
- purchasing agent => υπάλληλος προμηθειών
- purchasing => Αγορά
- purchaser => αγοραστής
- purchase price => Τιμή αγοράς
- purchase order => Παραγγελία αγοράς
- purchase contract => Σύμβαση αγοράς
- purchase agreement => Σύμβαση αγοράς
- purchase => αγορά (agora)
- pure absence => καθαρή απουσία
- pure binary numeration system => Καθαρό δυαδικό σύστημα αρίθμησης
- pure gold => Ατόφιο χρυσάφι
- pure imaginary number => Καθαρός φανταστικός αριθμός
- pure mathematics => αγνή μαθηματικά
- pure tone => Καθαρός τόνος
- pureblood => αυθεντικός
- pureblooded => καθαρόαιμος
- purebred => καθαρόαιμος
- puree => πουρές
Definitions and Meaning of pure in English
pure (a)
free of extraneous elements of any kind
(of color) being chromatically pure; not diluted with white or grey or black
(used of persons or behaviors) having no faults; sinless
pure (s)
without qualification; used informally as (often pejorative) intensifiers
free from discordant qualities
concerned with theory and data rather than practice; opposed to applied
in a state of sexual virginity
FAQs About the word pure
καθαρός
free of extraneous elements of any kind, without qualification; used informally as (often pejorative) intensifiers, (of color) being chromatically pure; not dil
απόλυτος,Καθαρός,φιλτραρισμένο,φρέσκος,καθαρός,απλός,εκλεπτυσμένος,ίσιος,δοκίμασε,ατόφιος
Νοθευμένο,κράμα,Μολυσμένος,κατεστραμμένο,κατευνασμένος,αραιωμένο,Ακάθαρτος,μικτός,μολυσμένος,κακομαθημένος
purdah => πουρδάχ, purchasing department => Τμήμα προμηθειών, purchasing agent => υπάλληλος προμηθειών, purchasing => Αγορά, purchaser => αγοραστής,