Greek Meaning of conjoined
ενωμένες
Other Greek words related to ενωμένες
- ενωμένος
- μικτός
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- λειωμένος
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- προσχώρησε
- συνδεδεμένος
- συγχωνευμένο
- ενωμένος
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- συσπειρώθηκε
- αναμεμιγμένα
- ανάμικτος
- Νοθευμένο
- κράμα
- Befouled = Βεβηλωμένος
- λερωμένος
- φθηνή, φτηνή
- Μολυσμένος
- κατεστραμμένο
- κατευνασμένος
- βεβηλωμένος
- παραποιημένο
- μικτός
- μολυσμένος
- λερωμένος
- κακομαθημένος
- μολυσμένος
- Μολυσμένο
- αδιευκρίνιστος
- Αραιωμένος
Nearest Words of conjoined
- conjoined twin => Σιαμαία δίδυμα
- conjoint => κοινό
- conjointly => από κοινού
- conjugal => συζυγικός
- conjugal family => Πυρηνική οικογένεια
- conjugal right => Συζυγικό δικαίωμα
- conjugal visitation => συζυγική επίσκεψη
- conjugal visitation right => Δικαίωμα συζυγικής επίσκεψης
- conjugally => συζυγικά
- conjugate => συζεύγω
Definitions and Meaning of conjoined in English
conjoined (s)
consisting of two or more associated entities
FAQs About the word conjoined
ενωμένες
consisting of two or more associated entities
ενωμένος,μικτός,συνδυασμένος,σύνθετος,λειωμένος,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία),προσχώρησε,συνδεδεμένος,συγχωνευμένο,ενωμένος
απόλυτος,καλό,καθαρός,απλός,καθαρός,εκλεπτυσμένος,ίσιος,ατόφιος,απαύστως,αδιάλυτος
conjoin => ενώνω, conjecture => εικασία, conjecturally => εικαστικά, conjectural => εικαστικός, conium maculatum => κώνειον,