Greek Meaning of conjointly
από κοινού
Other Greek words related to από κοινού
Nearest Words of conjointly
- conjugal => συζυγικός
- conjugal family => Πυρηνική οικογένεια
- conjugal right => Συζυγικό δικαίωμα
- conjugal visitation => συζυγική επίσκεψη
- conjugal visitation right => Δικαίωμα συζυγικής επίσκεψης
- conjugally => συζυγικά
- conjugate => συζεύγω
- conjugate solution => Συζυγοματικό διάλυμα
- conjugated => συζευγμένο
- conjugated protein => Συζευγμένη πρωτεΐνη
Definitions and Meaning of conjointly in English
conjointly (r)
in conjunction with; combined
FAQs About the word conjointly
από κοινού
in conjunction with; combined
,μαζί,συλλογικά,συναυλιακά, μαζί,Χέρι με χέρι,σε συναυλία,αμοιβαία,αμοιβαία,ομόφωνα,συνεργατικά
Ξεχωριστά,ανεξάρτητα,ατομικά,χωριστά,ξεχωριστά,μεμονωμένα,μόνο,μονομερώς,μονόχειρας,με το ένα χέρι
conjoint => κοινό, conjoined twin => Σιαμαία δίδυμα, conjoined => ενωμένες, conjoin => ενώνω, conjecture => εικασία,