Greek Meaning of severally
ξεχωριστά
Other Greek words related to ξεχωριστά
Nearest Words of severally
- several-seeded => πολυσπέρμιο
- severalty => χωριστά
- severance => αποζημίωση απόλυσης
- severance agreement => Συμφωνία απόλυσης
- severe => σοβαρός
- severe acute respiratory syndrome => Σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο
- severe combined immunodeficiency => Σοβαρή Συνδυασμένη Ανοσοανεπάρκεια
- severe combined immunodeficiency disease => Σοβαρή συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια
- severed => αποκομμένος
- severely => σοβαρά
Definitions and Meaning of severally in English
severally (r)
apart from others
apart from others
in the order given
severally (adv.)
Separately; distinctly; apart from others; individually.
FAQs About the word severally
ξεχωριστά
apart from others, apart from others, in the order givenSeparately; distinctly; apart from others; individually.
Ξεχωριστά,ανεξάρτητα,ατομικά,χωριστά,μεμονωμένα,μονομερώς,με το ένα χέρι,μόνο,(δεν υποβοηθούνται),μονόχειρας
συλλογικά,από κοινού,,αμοιβαία,μαζί,ομόφωνα,συναυλιακά, μαζί,συνεργατικά,χέρι-χέρι,αμοιβαία
severalize => αρκετοί, severality => αυτονομία, severalities => πολλά, severalise => αρκετοί, several => διάφορα,