Greek Meaning of reciprocally
αμοιβαία
Other Greek words related to αμοιβαία
Nearest Words of reciprocally
- reciprocality => αμοιβαιότητα
- reciprocal-inhibition therapy => Αμοιβαία θεραπεία αναστολής
- reciprocal pronoun => Αντωνυμία αντιστρόφου σχέσεως
- reciprocal ohm => Αμοιβαίο ωμ
- reciprocal inhibition => αμοιβαία αναστολή
- reciprocal cross => ανταλλακτικό σταυρό
- reciprocal => αμοιβαία
- recipient role => Ρόλος παραλήπτη
- recipient => παραλήπτης
- recipiency => Παραλαβή
- reciprocalness => αμοιβαιότητα
- reciprocate => Ανταποδοσια
- reciprocated => αμοιβαίος
- reciprocating => εναλλασσόμενος
- reciprocating engine => Εμβολοφόρος μηχανή
- reciprocating saw => Εναλλασσόμενο πριόνι
- reciprocation => αμοιβαιότητα
- reciprocative => αμοιβαίος
- reciprocatory => αμοιβαίος
- reciprocity => αμοιβαιότητα
Definitions and Meaning of reciprocally in English
reciprocally (r)
(often followed by `for') in exchange or in reciprocation
in a mutual or shared manner
in an inverse or contrary manner
reciprocally (adv.)
In a reciprocal manner; so that each affects the other, and is equally affected by it; interchangeably; mutually.
In the manner of reciprocals.
FAQs About the word reciprocally
αμοιβαία
(often followed by `for') in exchange or in reciprocation, in a mutual or shared manner, in an inverse or contrary mannerIn a reciprocal manner; so that each af
συλλογικά,αμοιβαία,ομόφωνα,Ενωμένα,συναυλιακά, μαζί,από κοινού,συνεργατικά,,Χέρι με χέρι,χέρι-χέρι
Ξεχωριστά,ανεξάρτητα,ατομικά,χωριστά,ξεχωριστά,μεμονωμένα,μόνο,μονομερώς,μονόχειρας,με το ένα χέρι
reciprocality => αμοιβαιότητα, reciprocal-inhibition therapy => Αμοιβαία θεραπεία αναστολής, reciprocal pronoun => Αντωνυμία αντιστρόφου σχέσεως, reciprocal ohm => Αμοιβαίο ωμ, reciprocal inhibition => αμοιβαία αναστολή,