Greek Meaning of independently
ανεξάρτητα
Other Greek words related to ανεξάρτητα
Nearest Words of independently
- independentism => ανεξαρτητισμός
- independent variable => Ανεξάρτητη μεταβλητή
- independent state of samoa => Ανεξάρτητη Κρατίδια Σαμόα
- independent state of papua new guinea => Ανεξάρτητο κράτος της Παπούα-Νέας Γουινέας
- independent clause => Ανεξάρτητη πρόταση
- independent agency => Ανεξάρτητη υπηρεσία
- independent => ανεξάρτητος
- independency => ανεξαρτησία
- independence hall => Αίθουσα της Ανεξαρτησίας
- independence day => Ημέρα της Ανεξαρτησίας
Definitions and Meaning of independently in English
independently (r)
on your own; without outside help
apart from others
independently (adv.)
In an independent manner; without control.
FAQs About the word independently
ανεξάρτητα
on your own; without outside help, apart from othersIn an independent manner; without control.
μόνος,ατομικά,χωριστά,μεμονωμένα,μόνο,μονόχειρας,με το ένα χέρι,χωρίς βοήθεια,(δεν υποβοηθούνται),με ίδιους πόρους
συλλογικά,συνεργατικά,χέρι με χέρι,,αμοιβαία,μαζί,από κοινού,Χέρι με χέρι,χέρι-χέρι,μαζικά
independentism => ανεξαρτητισμός, independent variable => Ανεξάρτητη μεταβλητή, independent state of samoa => Ανεξάρτητη Κρατίδια Σαμόα, independent state of papua new guinea => Ανεξάρτητο κράτος της Παπούα-Νέας Γουινέας, independent clause => Ανεξάρτητη πρόταση,