Greek Meaning of hand in hand
χέρι με χέρι
Other Greek words related to χέρι με χέρι
Nearest Words of hand in hand
Definitions and Meaning of hand in hand in English
hand in hand (r)
together
clasping each other's hands
FAQs About the word hand in hand
χέρι με χέρι
together, clasping each other's hands
συλλογικά,από κοινού,συνεργατικά,Χέρι με χέρι,χέρι-χέρι,,αμοιβαία,μαζικά,μαζί
μόνος,ανεξάρτητα,ατομικά,χωριστά,μεμονωμένα,μόνο,μονόχειρας,με το ένα χέρι,χωρίς βοήθεια,(δεν υποβοηθούνται)
hand in glove => χέρι-χέρι, hand glass => Καθρέφτης χειρός, hand flus => Πλύσιμο χεριών, hand fern => Φτέρη χεριού, hand drill => Χειροκίνητο δράπανο,