Greek Meaning of single-handedly

με το ένα χέρι

Other Greek words related to με το ένα χέρι

Definitions and Meaning of single-handedly in English

Wordnet

single-handedly (r)

without assistance

FAQs About the word single-handedly

με το ένα χέρι

without assistance

μόνος,ανεξάρτητα,ατομικά,χωριστά,μόνο,με ίδιους πόρους,με δική του πρωτοβουλία,μονόχειρας,μεμονωμένα,(δεν υποβοηθούνται)

συλλογικά,από κοινού,συνεργατικά,χέρι με χέρι,,αμοιβαία,μαζί,Χέρι με χέρι,χέρι-χέρι,μαζικά

single-handed => μονόχειρας, single-foot => Μονόποδος, single-entry bookkeeping => Απλογραφική λογιστική, singled => άγαμος, single-channel => Μονοκάναλο,