Greek Meaning of unassisted
(δεν υποβοηθούνται)
Other Greek words related to (δεν υποβοηθούνται)
Nearest Words of unassisted
- unassigned => Μη εκχωρημένος
- unassignable => μη εκχωρήσιμος
- unassertiveness => Έλλειψη διεκδικητικότητας
- unassertively => διστακτικά
- unassertive => μη διεκδικητικός
- unassented => μη αποδεχτεί
- unassailably => αδιαμφισβήτητος
- unassailable => ανέγγιχτος
- unasked-for => ανεπιθύμητη
- unasked => απρόσκλητος
Definitions and Meaning of unassisted in English
unassisted (s)
unsupported by other people
unassisted (a)
lacking help
FAQs About the word unassisted
(δεν υποβοηθούνται)
unsupported by other people, lacking help
μόνος,ανεξάρτητα,ατομικά,χωριστά,μονόχειρας,με το ένα χέρι,μεμονωμένα,μόνο,χωρίς βοήθεια,με ίδιους πόρους
συλλογικά,συνεργατικά,χέρι με χέρι,,αμοιβαία,μαζί,από κοινού,Χέρι με χέρι,χέρι-χέρι,μαζικά
unassigned => Μη εκχωρημένος, unassignable => μη εκχωρήσιμος, unassertiveness => Έλλειψη διεκδικητικότητας, unassertively => διστακτικά, unassertive => μη διεκδικητικός,