Greek Meaning of unassumingness

ταπεινότητα

Other Greek words related to ταπεινότητα

Definitions and Meaning of unassumingness in English

Wordnet

unassumingness (n)

a quality of naturalness and simplicity

FAQs About the word unassumingness

ταπεινότητα

a quality of naturalness and simplicity

Σωφροσύνη,απλότητα,Ταπεινότητα,Ταπεινότητα,σεμνότητα,ειλικρίνεια,μετριοφροσύνη,Φυσικότητα,ησυχία,εφεδρεία

αλαζονεία,υπόθεση,θρασύτητα,θωρακισμός,συνέπεια,Ψηλός ίππος,Πληθωρισμός,Πρόφαση,Αυτοβεβαίωση,πλευρά

unassumingly => σεμνά, unassuming => μετριόφρων, unassuaged => απαραμύθητος, unassisted => (δεν υποβοηθούνται), unassigned => Μη εκχωρημένος,