Greek Meaning of inflation
Πληθωρισμός
Other Greek words related to Πληθωρισμός
- μανιέρα
- αλαζονεία
- Πρόφαση
- Πρόφαση
- αξίωση
- ματαιοδοξία
- επιτήδευση
- Αυταρέσκεια
- εμπιστοσύνη
- Περιφρόνηση
- μεγαλοπρέπεια
- προσποίηση
- υπερηφάνια
- Αυταρέσκεια
- σνομπισμός
- Υπεροχή
- επιθετικότητα
- διεκδικητικότητα
- θράσος
- καύχηση
- τόλμη
- κομπασμός
- θράσος
- θρασύτητα
- θράσος
- Αλαζονεία
- εγωισμός
- εγωισμός
- επίδειξη
- επιδειξιομανία
- θρασύτητα
- Χυδαιότητα
- κιτς
- λάμψη
- grandiloquence
- Αλαζονεία
- ύψος
- αυταρχικότητα
- Θράσος
- Θράσσος
- μεγαλείο
- μιμοδράμα
- Επίδειξη
- Επίδειξη
- αλαζονεία
- υπόθεση
- αυθάδεια
- αγένεια
- Αυτοεπιβεβαίωση
- Αυτοβεβαίωση
- αυτοπεποίθηση
- εγωισμός
- αυτοπεποίθηση
- Αυτοπεποίθηση
- αυτοϊκανοποίηση
- Επίδειξη
- σνομπισμός
- υπεροψία
- Σιγουριά
- ματαιοδοξία
- ματαιοδοξία
- Αυτοαξίωση
- συνέπειες στον εαυτό
- αυτοεπιβεβαίωση
- ματαιοδοξία
Nearest Words of inflation
- inflatingly => πληθωριστικός
- inflating => φουσκώνω
- inflater => φουσκωτής
- inflated => φουσκωμένο
- inflate => φουσκώνω
- inflatable cushion => Φουσκωτό μαξιλάρι
- inflatable => φουσκωτό
- inflammbly => εύφλεκτος
- inflammatory disease => Φλεγμονώδης νόσος
- inflammatory bowel disease => Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου
Definitions and Meaning of inflation in English
inflation (n)
a general and progressive increase in prices
(cosmology) a brief exponential expansion of the universe (faster than the speed of light) postulated to have occurred shortly after the big bang
lack of elegance as a consequence of being pompous and puffed up with vanity
the act of filling something with air
inflation (n.)
The act or process of inflating, or the state of being inflated, as with air or gas; distention; expansion; enlargement.
The state of being puffed up, as with pride; conceit; vanity.
Undue expansion or increase, from overissue; -- said of currency.
FAQs About the word inflation
Πληθωρισμός
a general and progressive increase in prices, (cosmology) a brief exponential expansion of the universe (faster than the speed of light) postulated to have occu
μανιέρα,αλαζονεία,Πρόφαση,Πρόφαση,αξίωση,ματαιοδοξία,επιτήδευση,Αυταρέσκεια,εμπιστοσύνη,Περιφρόνηση
Σωφροσύνη,Ταπεινότητα,Ταπεινότητα,ταπεινότητα,πράοτης,σεμνότητα,Δειλία,ντροπαλότητα,δυσπιστία,Φυσικότητα
inflatingly => πληθωριστικός, inflating => φουσκώνω, inflater => φουσκωτής, inflated => φουσκωμένο, inflate => φουσκώνω,