Greek Meaning of inflating

φουσκώνω

Other Greek words related to φουσκώνω

Definitions and Meaning of inflating in English

Webster

inflating (p. pr. & vb. n.)

of Inflate

FAQs About the word inflating

φουσκώνω

of Inflate

αυξανόμενο,ανατροφή,Επιταχυνόμενος,αερισμός,υπερβολικός,ενίσχυση,αυξανόμενος,ενίσχυση,σύνθετη,διαστολικός

συμπιέζοντας,συμπύκνωση,στενεύον,σύναψη σύμβασης,φθίνων,φθίνων,φθίνουσα,μείωση,χαμήλωμα,μειώνοντας

inflater => φουσκωτής, inflated => φουσκωμένο, inflate => φουσκώνω, inflatable cushion => Φουσκωτό μαξιλάρι, inflatable => φουσκωτό,