Greek Meaning of aerating

αερισμός

Other Greek words related to αερισμός

Definitions and Meaning of aerating in English

Webster

aerating (p. pr. & vb. n.)

of Aerate

FAQs About the word aerating

αερισμός

of Aerate

Επιταχυνόμενος,ενίσχυση,αυξανόμενος,ενίσχυση,σύνθετη,υπό ανάπτυξη,επιμήκυνξη,ενισχυτικό,διευρύνων,επεκτεινόμενος

συμπιέζοντας,συμπύκνωση,στενεύον,σύναψη σύμβασης,φθίνων,φθίνων,μείωση προσωπικού,χαμήλωμα,μειώνοντας,μειούμενου

aerated => αεριζόμενο, aerate => αερίσετε, aepyornis => Αιπυόρνις, aepyorniformes => Αιπιορνιθιφόρμες, aepyornidae => Ελεφαντόρνιθες,