Greek Meaning of aerating
αερισμός
Other Greek words related to αερισμός
- Επιταχυνόμενος
- ενίσχυση
- αυξανόμενος
- ενίσχυση
- σύνθετη
- υπό ανάπτυξη
- επιμήκυνξη
- ενισχυτικό
- διευρύνων
- επεκτεινόμενος
- εκτίνω
- αυξανόμενο
- φουσκώνω
- εντατικοποίηση
- επιμήκυνση
- πολλαπλασιαστής
- stretching
- Οίδημα
- προσθήκη (προς)
- Κατασκευή
- σχέδιο
- κλιμακωτή
- -
- παρατείνοντας
- Άντληση
- πυροδότηση
- αυξάνοντας
- υπερβολικός
- εκρήγνυται
- Ανθηρός
- διαστολικός
- διαστελλόμενος
- Ύψος
- Πεζοπορία
- άλμα
- ανύψωση
- μεγεθυντικός
- ανατροφή
- ενδυνάμωση
- συμπληρωματικός
- σάρκωση
- παράταση
- ενισχυτικός
- ενισχύοντας
- εκτοξευόμενος
- σπάικινγκ
- Υπερμεγέθυνση
- συμπληρώνοντας
- ενισχύοντας
- χτύπημα (πάνω)
- ανύψωση
- αυξανόμενο
Nearest Words of aerating
- aeration => αερισμός
- aerator => Αεριστήρας
- aerenchym => Φλοιώδες παρέγχυμα
- aerenchyma => αερέγχυμα
- aerial => Αεροπορικό
- aerial ladder => Κλιμακοφόρο όχημα
- aerial ladder truck => Πυροσβεστικό όχημα με αναβατόριο
- aerial sickness => αεροπορική ναυτία
- aerial torpedo => Αεροπορική τορπίλη
- aerial tramway => Τελεφερίκ
Definitions and Meaning of aerating in English
aerating (p. pr. & vb. n.)
of Aerate
FAQs About the word aerating
αερισμός
of Aerate
Επιταχυνόμενος,ενίσχυση,αυξανόμενος,ενίσχυση,σύνθετη,υπό ανάπτυξη,επιμήκυνξη,ενισχυτικό,διευρύνων,επεκτεινόμενος
συμπιέζοντας,συμπύκνωση,στενεύον,σύναψη σύμβασης,φθίνων,φθίνων,μείωση προσωπικού,χαμήλωμα,μειώνοντας,μειούμενου
aerated => αεριζόμενο, aerate => αερίσετε, aepyornis => Αιπυόρνις, aepyorniformes => Αιπιορνιθιφόρμες, aepyornidae => Ελεφαντόρνιθες,