Greek Meaning of distending

διαστελλόμενος

Other Greek words related to διαστελλόμενος

Definitions and Meaning of distending in English

Webster

distending (p. pr. & vb. n.)

of Distend

FAQs About the word distending

διαστελλόμενος

of Distend

επεκτεινόμενος,αυξανόμενο,Οίδημα,Επιταχυνόμενος,υπερβολικός,ενίσχυση,αυξανόμενος,Ανθηρός,ενίσχυση,σύνθετη

σύντμηση,συντομεύοντας,συμπιέζοντας,συμπύκνωση,στενεύον,σύναψη σύμβασης,συντόμευση,περικοπή,φθίνων,φθίνων

distended => Διατεταμένος, distend => διαστείλω, distemperment => κακή διάθεση, distempering => Καρρέ, distempered => ανισόρροπος,