Greek Meaning of dwindling
φθίνουσα
Other Greek words related to φθίνουσα
- φθίνων
- εξαντλητικό
- φθίνων
- μειώνοντας
- μειούμενου
- Κοπή
- βαθούλωμα
- μείωση προσωπικού
- πτώση
- χαλάρωση
- μείωση
- χαμήλωμα
- συρρίκνωση
- κόψιμο
- χτυπάω κάτω
- Ελαχιστοποίηση
- σύντμηση
- συντομεύοντας
- αποκόμματα
- συμπιέζοντας
- συμπύκνωση
- στενεύον
- σύναψη σύμβασης
- προσάραξη
- μετριαστικός
- Τροποποίηση
- τροποποιητικός
- εγκοπή
- Ξύσιμο
- Κλάδεμα
- προκριματική
- Απόλυση
- συντόμευση
- Κοπή
- Κολοβώ
- Ξυλογλυπτική
- καλλιέργεια
- περικοπή
- κόψιμο
- Μείωση
- εκτόνωσης
- αποπληθωριστικός
- Μίκρυνση
Nearest Words of dwindling
- dwindlement => μείωση
- dwindled => συρρικνώθηκε
- dwindle down => μειώνω
- dwindle away => μειώνονται
- dwindle => μειώνω
- dwight lyman moody => Ντουάιτ Λάιμαν Μούντι
- dwight filley davis => Dwight Filley Davis
- dwight eisenhower => Ντουάιτ Αϊζενχάουερ
- dwight davis => Ντουάιτ Ντέιβις
- dwight david eisenhower => Ντουάιτ Ντέιβιντ Αϊζενχάουερ
Definitions and Meaning of dwindling in English
dwindling (n)
a becoming gradually less
dwindling (s)
gradually decreasing until little remains
dwindling (p. pr. & vb. n.)
of Dwindle
FAQs About the word dwindling
φθίνουσα
a becoming gradually less, gradually decreasing until little remainsof Dwindle
φθίνων,εξαντλητικό,φθίνων,μειώνοντας,μειούμενου,Κοπή,βαθούλωμα,μείωση προσωπικού,πτώση,χαλάρωση
αυξανόμενος,ενίσχυση,διευρύνων,επεκτεινόμενος,αυξανόμενο,ανατροφή,κλιμακωτή,ενίσχυση,εκρήγνυται,διαστολικός
dwindlement => μείωση, dwindled => συρρικνώθηκε, dwindle down => μειώνω, dwindle away => μειώνονται, dwindle => μειώνω,