Greek Meaning of truncating

Κολοβώ

Other Greek words related to Κολοβώ

Definitions and Meaning of truncating in English

Webster

truncating (p. pr. & vb. n.)

of Truncate

FAQs About the word truncating

Κολοβώ

of Truncate

συντόμευση,σύντμηση,συντομεύοντας,συμπιέζοντας,φθίνων,προσάραξη,Ελλειψη,μειώνοντας,Κοπή,περικοπή

προσθήκη,διευρύνων,επεκτεινόμενος,εκτίνω,αυξανόμενο,επιμήκυνση,παρατείνοντας,συμπληρώνοντας,ενίσχυση,αυξανόμενος

truncated pyramid => Κολοβωμένος κώνος, truncated cone => Κώνος, truncated => περικομμένος, truncate => αποκόπτω, trumplike => σαν τον Τραμπ,