Greek Meaning of truncating
Κολοβώ
Other Greek words related to Κολοβώ
- συντόμευση
- σύντμηση
- συντομεύοντας
- συμπιέζοντας
- φθίνων
- προσάραξη
- Ελλειψη
- μειώνοντας
- Κοπή
- περικοπή
- κόψιμο
- συνοψίζοντας
- συγχρονίζοντας
- αφαίρεση
- στενεύον
- σύναψη σύμβασης
- Κοπή
- χώνεψη
- φθίνων
- μείωση προσωπικού
- φθίνουσα
- προσωποποίηση
- μείωση
- χαμήλωμα
- μετριαστικός
- Τροποποίηση
- Ξύσιμο
- Κλάδεμα
- Απόλυση
- συρρίκνωση
- κόψιμο
- σύνοψη
- κωνικός
- Μείωση
- αποπληθωριστικός
- Ενσωμάτωση
- ανακεφαλαιώνοντας
- αφαίρεση (από)
Nearest Words of truncating
- truncation => Κολοβός
- truncation error => Σφάλμα αποκοπής
- trunch => ρόπαλο
- truncheon => ρόπαλο
- truncheoned => ξυλοκοπήθηκε
- truncheoneer => κλομπίτης
- truncocolumella => Τρουνκοκολουμέλλα
- truncocolumella citrina => Truncocolumella citrina
- truncus => κορμός
- truncus atrioventricularis => Κορμός ατριοκοιλιακής κοιλότητας
Definitions and Meaning of truncating in English
truncating (p. pr. & vb. n.)
of Truncate
FAQs About the word truncating
Κολοβώ
of Truncate
συντόμευση,σύντμηση,συντομεύοντας,συμπιέζοντας,φθίνων,προσάραξη,Ελλειψη,μειώνοντας,Κοπή,περικοπή
προσθήκη,διευρύνων,επεκτεινόμενος,εκτίνω,αυξανόμενο,επιμήκυνση,παρατείνοντας,συμπληρώνοντας,ενίσχυση,αυξανόμενος
truncated pyramid => Κολοβωμένος κώνος, truncated cone => Κώνος, truncated => περικομμένος, truncate => αποκόπτω, trumplike => σαν τον Τραμπ,