Greek Meaning of amplifying
ενίσχυση
Other Greek words related to ενίσχυση
Nearest Words of amplifying
Definitions and Meaning of amplifying in English
amplifying (p. pr. & vb. n.)
of Amplify
FAQs About the word amplifying
ενίσχυση
of Amplify
υπό ανάπτυξη,επεκτεινόμενος,συμπληρώνοντας,συμπληρωματικός,διαστολή (επί ή επί),(επεξεργάζομαι (για)),διεύρυνση (στο ή πάνω),προσθήκη (προς),ομιλία,εκθέτοντας
συμπιέζοντας,συμπύκνωση,σύναψη σύμβασης,συντόμευση,σύντμηση,συντομεύοντας,Περίγραμμα,συνοψίζοντας,σύνοψη
amplify => ενισχύω, amplifier => ενισχυτής, amplified => ενισχυμένοι, amplificatory => ενισχυτικό, amplificative => ενισχυτικός,