Greek Meaning of developing

υπό ανάπτυξη

Other Greek words related to υπό ανάπτυξη

Definitions and Meaning of developing in English

Wordnet

developing (n)

processing a photosensitive material in order to make an image visible

Wordnet

developing (s)

relating to societies in which capital needed to industrialize is in short supply

Webster

developing (p. pr. & vb. n.)

of Develop

FAQs About the word developing

υπό ανάπτυξη

processing a photosensitive material in order to make an image visible, relating to societies in which capital needed to industrialize is in short supplyof Deve

εκτεταμένος,εξελισσόμενο,αυξανόμενος,προοδευτικός,ξεδιπλώνοντας,αναδυόμενη,Σφυρηλάτηση,ώριμος,διαδικασία,προελαύνοντας

Εγκατάλειψη,Χάνοντας,χύτευση,εγκατάλειψη,απόρριψη,Τάφρος,ντάμπινγκ,εγκατάλειψη,Απορριπτικός,</br> παλιοσίδερα

developer => προγραμματιστής, developed => ανεπτυγμένη, developable => Αναπτυσσόμενος, develop => Αναπτύσσω, develin => Ντέβελιν,