Greek Meaning of developmentally

αναπτυξιακά

Other Greek words related to αναπτυξιακά

Definitions and Meaning of developmentally in English

Wordnet

developmentally (r)

with respect to development

FAQs About the word developmentally

αναπτυξιακά

with respect to development

πειραματικός,Διερευνητικός,πιλότος,προκαταρκτικός,δίκη,εικαστικός,εξερευνητικός,υποθετικός,προπαρασκευαστικός,αποδεικτικός

αποδεκτό,προηγμένος,καθιερωμένος,πρότυπο,ανεπτυγμένη,τελικός,μόνιμο,ελέγχθηκε,Καταληκτικός,αποφασιστικός

developmental psychology => Αναπτυξιακή ψυχολογία, developmental learning => αναπτυξιακή μάθηση, developmental anatomy => Αναπτυξιακή ανατομία, developmental age => αναπτυξιακή ηλικία, developmental => Αναπτυξιακός,