Greek Meaning of conclusive
Καταληκτικός
Other Greek words related to Καταληκτικός
- σαφής
- αποφασιστικός
- οριστικός
- προσδιοριστικό
- τελευταίο
- απόλυτος
- πειστικός
- πειστικός
- αποφασίζοντας
- ορισμένος
- καθορισμένος
- αδιαμφισβήτητος
- βέβαιος
- πειστικός
- διαθέσιμος
- αναμφίβολα
- αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- πειστικός
- θετικός
- σίγουρα
- λέγοντας
- αναμφίβολος
- Απάντητη
- Αμφισβητούμενος
- αδιαφιλονίκητος
- Αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητος
- αναμφισβήτητο
- Αδιαμφισβήτητο
Nearest Words of conclusive
Definitions and Meaning of conclusive in English
conclusive (a)
forming an end or termination; especially putting an end to doubt or question
FAQs About the word conclusive
Καταληκτικός
forming an end or termination; especially putting an end to doubt or question
σαφής,αποφασιστικός,οριστικός,προσδιοριστικό,τελευταίο,απόλυτος,πειστικός,πειστικός,αποφασίζοντας,ορισμένος
αμφιλεγόμενος,αμφίβολος,αναποφάσιστος,προβληματικός,αμφισβητήσιμος,ασαφές,ασαφής,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφίβολος
conclusion of law => Συμπεράσματα του νόμου, conclusion => Συμπέρασμα, concluding => τελικός, concluded => κατέληξε, conclude => Συμπεραίνουμε,