Greek Meaning of concluded
κατέληξε
Other Greek words related to κατέληξε
Nearest Words of concluded
Definitions and Meaning of concluded in English
concluded (s)
having come or been brought to a conclusion
FAQs About the word concluded
κατέληξε
having come or been brought to a conclusion
ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένο,έγινε,τελείωσε,τελειωμένος,λήξη,πάνω,επιτευχθείς,καταργημένος,κάτω
συνεχόμενος,ατελής,σε εξέλιξη,ημιτελές,ημιτελής,Ατελείωτος
conclude => Συμπεραίνουμε, conclave => κονκλάβιο, concision => περιεκτικότητα, conciseness => Περίληψη, concisely => περιεκτικά,