Greek Meaning of uncompleted

ημιτελής

Other Greek words related to ημιτελής

Definitions and Meaning of uncompleted in English

Wordnet

uncompleted (s)

not yet finished

not caught or not caught within bounds

FAQs About the word uncompleted

ημιτελής

not yet finished, not caught or not caught within bounds

ατελής,ημιτελές,θολός,πρόχειρος,κατεστραμμένος,ανεπαρκής,Αδύναμος,ελαττωματικό,κατακερματισμένος,αποσπασματικό

Ευρύς,ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένο,οριστικός,εκτεταμένος,γενικός,σκληρός,διεισδυτικός,ευρύ,κριτική

uncomplete => ημιτελές, uncomplainingly => ασυγκλάστως, uncomplaining => γκρινιάρης, uncompetitive => μη ανταγωνιστικός, uncompensated => μη αποζημιούμενος,