Greek Meaning of injured
τραυματισμένος
Other Greek words related to τραυματισμένος
Nearest Words of injured
Definitions and Meaning of injured in English
injured (a)
harmed
injured (s)
emotionally hurt or upset or annoyed
injured (imp. & p. p.)
of Injure
FAQs About the word injured
τραυματισμένος
harmed, emotionally hurt or upset or annoyedof Injure
σπασμένο,κατεστραμμένος,ελαττωματικό,εξασθενημένος,ατελής,κακομαθημένος,αποσπασματικό,μισό,ατελής,κατεστραμμένο
ολοκληρωμένο,ολόκληρος,γεμάτος,ανέπαφος,ολοκλήρωμα,τέλειο,ολόκληρος,τελειωμένος,άψογος,άφθαρτος
injure => τραυματίζω, injunction => Απαγόρευση, injun => Ινδιάνος, injudiciousness => ασύνεση, injudiciously => απρόσεκτα,