Greek Meaning of injuriousness
βλαπτικότητα
Other Greek words related to βλαπτικότητα
- επιζήμιος
- επιζήμιος
- επικίνδυνο
- επιβλαβής
- επιβλαβές
- κακός
- ολέθριος
- επιβλαβής
- καταστροφικός
- κακός
- επικίνδυνος
- επιβλαβής
- άρρωστος
- μεταδοτικός
- σκανταλιάρης
- ακίνδυνο
- επιβλαβής
- επιζήμιος
- δηλητηριώδης
- επιβλαβής
- κακός
- κακόβουλος
- μεταδοτικός
- θανατηφόρος
- μοιραίος
- εχθρικός
- διακινδύνευση
- μολυσματικός
- εχθρικός
- ύπουλος
- θανατηφόρος
- Κακοήθης
- απειλητικός
- βρώμικο
- δυσοίωνος
- επικίνδυνος
- επικίνδυνος
- βλαβερός
- λοιμώδης
- λοιμικός
- Επικίνδυνο
- καταστροφικός
- ζοφερός
- απειλητικός
- ανεπιθύμητος
- ανθυγιεινό
- ανθυγιεινός
- Επικίνδυνος
- προβληματικός
- ανθυγιεινό
- δηλητηριώδης
- ευνοϊκός
- επωφελής
- καλοήθης
- ευνοϊκή
- καλός
- ακίνδυνος
- αθώος
- ακίνδυνος
- ακίνδυνος
- ασφαλής
- χρήσιμος
- ανώδυνος
- θεραπευτικός
- υγιής
- υγιής
- χρήσιμος
- Ακίνδυνος
- παρηγορητικό
- ευνοϊκός
- διορθωτικός
- υγιής
- ευεργετικός
- ασφαλής
- ήχος
- υγιεινός
- καλοήθης
- μη θανατηφόρο
- μη μολυσματικός
- μη θανατηφόρος
- μη δηλητηριώδης
- μη τοξικό
- Αντισκωριακό
- μη καταστροφικός
Nearest Words of injuriousness
Definitions and Meaning of injuriousness in English
injuriousness (n)
destructiveness that causes harm or injury
injuriousness (n.)
The quality of being injurious or hurtful; harmfulness; injury.
FAQs About the word injuriousness
βλαπτικότητα
destructiveness that causes harm or injuryThe quality of being injurious or hurtful; harmfulness; injury.
επιζήμιος,επιζήμιος,επικίνδυνο,επιβλαβής,επιβλαβές,κακός,ολέθριος,επιβλαβής,καταστροφικός,κακός
ευνοϊκός,επωφελής,καλοήθης,ευνοϊκή,καλός,ακίνδυνος,αθώος,ακίνδυνος,ακίνδυνος,ασφαλής
injuriously => ζημιογόνα, injurious => επιζήμιος, injuring => βλαβερό, injuries => τραυματισμοί, injurie => τραυματισμός,