Greek Meaning of sinister
ζοφερός
Other Greek words related to ζοφερός
- απειλητικός
- δυσοίωνος
- κακόβουλος
- άχαρος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- σκοτείνιασμα
- καταθλιπτικός
- καταθλιπτικός
- έρημος
- φρικτός
- φρικτός
- προαίσθημα
- γκρι
- γκρί
- άρρωστος
- κακόσημος
- δυσμενής
- μοναχικός
- απειλητικός
- θολό
- προφητικός
- σκοτεινός
- απειλητικός
- άτυχος
- ζοφερός, καταθλιπτικός
- Κατηφής
- χιλι
- κιμμέριος
- συννεφιασμένος
- κρύος
- άχαρος
- αχνός
- απαρηγόρητος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- καταθλιπτικό
- ζοφερός
- Θλιβερός
- ελεγειακός
- ελεγειακός
- κακός
- εγκαταλελειμμένος
- κηδεία
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- ξεχασμένος από το θεό
- απελπισμένος
- μοναχικός
- σκυθρωπός
- κακοήθης
- Κακοήθης
- νοσηρός
- κατσούφης
- πλουτώνιος
- Σατουρνικός
- ταφικός
- σκοτεινός
- κατσούφης
- δίχως ήλιο
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- ανήσυχος
- δυσμενής
- άτυχος
- μη ελπιδοφόρος
- δυσμενής
- ζοφερός
Nearest Words of sinister
Definitions and Meaning of sinister in English
sinister (s)
threatening or foreshadowing evil or tragic developments
stemming from evil characteristics or forces; wicked or dishonorable
on or starting from the wearer's left
sinister (a.)
On the left hand, or the side of the left hand; left; -- opposed to dexter, or right.
Unlucky; inauspicious; disastrous; injurious; evil; -- the left being usually regarded as the unlucky side; as, sinister influences.
Wrong, as springing from indirection or obliquity; perverse; dishonest; corrupt; as, sinister aims.
Indicative of lurking evil or harm; boding covert danger; as, a sinister countenance.
FAQs About the word sinister
ζοφερός
threatening or foreshadowing evil or tragic developments, stemming from evil characteristics or forces; wicked or dishonorable, on or starting from the wearer's
απειλητικός,δυσοίωνος,κακόβουλος,άχαρος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτείνιασμα,καταθλιπτικός,καταθλιπτικός,έρημος,φρικτός
καλοήθης,φωτεινό,ενθαρρυντικός,ευνοϊκή,χρυσός,ελπιδοφόρος,ελπιδοφόρος,Ευημερούσα,ακίνδυνος,Ευχάριστος
sinigrin => Σινιγρίνη, sinicism => σινικισμός, sinical => Ειρωνικός, sinic => κινέζικο, siniate => ελικοειδής,