Greek Meaning of ill-boding

κακόσημος

Other Greek words related to κακόσημος

Definitions and Meaning of ill-boding in English

Webster

ill-boding (a.)

Boding evil; inauspicious; ill-omened.

FAQs About the word ill-boding

κακόσημος

Boding evil; inauspicious; ill-omened.

απειλητικός,δυσοίωνος,ζοφερός,κακόβουλος,άχαρος,κρύος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτείνιασμα,καταθλιπτικός,καταθλιπτικός

καλοήθης,φωτεινό,ευνοϊκή,χρυσός,ελπιδοφόρος,ελπιδοφόρος,Ευημερούσα,ακίνδυνος,Ευχάριστος,ενθαρρυντικός

ill-being => δυσφορία, illaudable => αδόκιμος, illatively => ενδεικτικά, illative => συμπερασματικός, illation => συμπέρασμα,