Greek Meaning of ill-being
δυσφορία
Other Greek words related to δυσφορία
Nearest Words of ill-being
Definitions and Meaning of ill-being in English
ill-being (n)
lack of prosperity or happiness or health
FAQs About the word ill-being
δυσφορία
lack of prosperity or happiness or health
Καταστροφή,δυστυχία,Λύπη,Θλίψη,Δυστυχία,δυστυχία,αγωνία,αγωνία,μελαγχολία,απογοήτευση
Μακαρισμοί,ευλογια,μακαριότητα,ευδαιμονία,χαρά,ευτυχία,χαρά,Μακαριότητα,έκσταση,ευφορία
illaudable => αδόκιμος, illatively => ενδεικτικά, illative => συμπερασματικός, illation => συμπέρασμα, illaqueation => παγίδευση,