Greek Meaning of desolateness

ερημοπνία

Other Greek words related to ερημοπνία

Definitions and Meaning of desolateness in English

Webster

desolateness (n.)

The state of being desolate.

FAQs About the word desolateness

ερημοπνία

The state of being desolate.

Μπλουζ,απογοήτευση,κατάθλιψη,ερήμωση,απελπισία,δυσφορία,απογοήτευση,μελαγχολία,χωματερές,Απομόνωση

ευλογια,μακαριότητα,ζητωκραυγές,ευθυμία,χαρά,ευχαρίστηση,έκσταση,ευφορία,ευφορία,ευφορία

desolately => ερημωμένα, desolated => ερημωμένος, desolate => έρημος, desmond tutu => Desmond Tutu, desmomyaria => Δεσμομύαρια,