Greek Meaning of desolater

ερημωτής

Other Greek words related to ερημωτής

Definitions and Meaning of desolater in English

Webster

desolater (n.)

One who, or that which, desolates or lays waste.

FAQs About the word desolater

ερημωτής

One who, or that which, desolates or lays waste.

άχαρος,κρύος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτείνιασμα,καταθλιπτικός,καταθλιπτικός,γκρι,γκρί,μοναχικός,μοναχικός

φωτεινό,πλευστό,χαρούμενος,χαρούμενος,ελπιδοφόρος,φιλικός,εορταστικός,φιλικός,ομοφυλόφιλος,χαρούμενος

desolateness => ερημοπνία, desolately => ερημωμένα, desolated => ερημωμένος, desolate => έρημος, desmond tutu => Desmond Tutu,