Greek Meaning of lugubrious
σκυθρωπός
Other Greek words related to σκυθρωπός
- άχαρος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- σκοτείνιασμα
- καταθλιπτικός
- καταθλιπτικός
- έρημος
- γκρι
- γκρί
- μοναχικός
- μοναχικός
- νοσηρός
- θολό
- επίσημος
- σκοτεινός
- μπλε
- Κατηφής
- χιλι
- συννεφιασμένος
- κρύος
- άχαρος
- καταθλιπτικός
- φρικτός
- απαρηγόρητος
- καταθλιπτικό
- ζοφερός
- Θλιβερός
- ελεγειακός
- ελεγειακός
- εγκαταλελειμμένος
- κηδεία
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- ξεχασμένος από το θεό
- μελαγχολικός
- μελαγχολία
- κατσούφης
- θλιβερός
- καταπιεστικός
- λυπημένος
- Σατουρνικός
- ταφικός
- σκοτεινός
- κατσούφης
- σκοτεινός
- ζοφερός
- κιμμέριος
- Άχρωμο
- απογοητευμένος
- απελπισμένος
- απογοητευμένος
- αχνός
- Αμήχανος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- οδυνηρός
- οδυνηρός
- κατσούφης
- κάτω
- μονότονο
- γερμένο
- βαρετό
- ζοφερός
- απελπισμένος
- απελπισμένος
- απαρηγόρητος
- θλιβερός
- Χαμηλός
- απειλητικός
- άχαρος
- αρνητικός
- απαισιόδοξος
- θρηνητικός
- πλουτώνιος
- λυπημένος
- δίχως ήλιο
- σκοτεινός
- απειλητικός
- δυστυχισμένος
- αναστατωτικός
- θλιβερός
- θλιβερός
Nearest Words of lugubrious
- lugubriously => μελαγχολικά
- lugubriousness => Σκυθρωπός
- lugworm => Αρένικολα
- luigi barnaba gregorio chiaramonti => Λουίτζι Μπαρνάμπα Γρηγόριος Κιαραμόντι
- luigi cherubini => Λουίτζι Κερουμπίνι
- luigi galvani => Λουίτζι Γκαλβάνι
- luigi pirandello => Λουίτζι Πιραντέλλο
- luik => μπακαλιάρος
- luis bunuel => Λουίς Μπουνιουέλ
- luis de gongora y argote => Λουίς ντε Γκόνγκορα ι Άργοτε
Definitions and Meaning of lugubrious in English
lugubrious (s)
excessively mournful
lugubrious (a.)
Mournful; indicating sorrow, often ridiculously or feignedly; doleful; woful; pitiable; as, a whining tone and a lugubrious look.
FAQs About the word lugubrious
σκυθρωπός
excessively mournfulMournful; indicating sorrow, often ridiculously or feignedly; doleful; woful; pitiable; as, a whining tone and a lugubrious look.
άχαρος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτείνιασμα,καταθλιπτικός,καταθλιπτικός,έρημος,γκρι,γκρί,μοναχικός,μοναχικός
φωτεινό,πλευστό,χαρούμενος,χαρούμενος,ελπιδοφόρος,φιλικός,εορταστικός,φιλικός,ομοφυλόφιλος,χαρούμενος
lugsail => Γατζούρα, lugosi => Λουγκόσι, lugmark => Σήμα, luging => έλκηθρο, lugh => Λουγκ,