Greek Meaning of lugubriously
μελαγχολικά
Other Greek words related to μελαγχολικά
- πικρά
- λυπημένα
- οδυνηρά
- δυστυχώς
- Λυπημένα
- βασανιστικά
- θλιβερά
- οδυνηρά
- σκληρός
- σκληρά
- παραπονιάρικα
- Δυστυχώς
- με δυσαρέσκεια
- με λύπη
- σοβαρά
- έντονα
- πολύ
- δυστυχώς
- αξιοθρήνητα
- άθλια
- οδυνηρά
- απαρηγόρητα
- θρηνητικά
- ταπεινά
- οξέως
- μαύρος
- ζοφερά
- σκληρά
- σκοτεινά
- απογοητευμένος
- απελπισμένα
- απελπισμένα
- απαρηγόρητα
- απογοητευτικά
- απογοητευμένος
- δυσάρεστα
- οδυνηρά
- κατσουφιασμένα
- θλιβερά
- θλιβερά
- μελαγχολικά
- ζοφερά
- μόλις
- άρρωστος
- χωρίς χαρά
- έντονα
- άθλια
- μελαγχολικά
- απαισιόδοξα
- διαπεραστικά
- Συγκινητικά
- με πικρία
- μελαγχολικά
- σκυθρωπά
- αποκαρδιωμένα
- με απογοήτευση
- Πονεμένα
- καταθλιμμένος
- αδιάφορα
- Μακαρίως
- χαρούμενα
- χαρούμενα
- με απεριόριστη ευχαρίστηση
- χαρούμενα
- χαρούμενα
- ευχαρίστως
- με χαρά
- ευτυχισμένος
- χαρούμενα
- χαρούμενα
- χαρούμενα
- ανέμελα
- ανέμελα
- ήρεμα
- τυχαία
- απαθώς
- εύκολα
- θετικά
- καλοπροαίρετα
- απροσωπόληπτα
- Αδιάφορα
- ελαφρά
- χαρούμενα
- αδιάφορα
- χαρούμενα
- στοϊκά
- ηλιόλουστα
- αδιάφορα
- καλά
- χαρούμενα
Nearest Words of lugubriously
- lugubriousness => Σκυθρωπός
- lugworm => Αρένικολα
- luigi barnaba gregorio chiaramonti => Λουίτζι Μπαρνάμπα Γρηγόριος Κιαραμόντι
- luigi cherubini => Λουίτζι Κερουμπίνι
- luigi galvani => Λουίτζι Γκαλβάνι
- luigi pirandello => Λουίτζι Πιραντέλλο
- luik => μπακαλιάρος
- luis bunuel => Λουίς Μπουνιουέλ
- luis de gongora y argote => Λουίς ντε Γκόνγκορα ι Άργοτε
- lukasiewicz notation => Σημειογραφία Łukasiewicz
Definitions and Meaning of lugubriously in English
lugubriously (r)
in a sorrowful lugubrious manner
FAQs About the word lugubriously
μελαγχολικά
in a sorrowful lugubrious manner
πικρά,λυπημένα,οδυνηρά,δυστυχώς,Λυπημένα,βασανιστικά,θλιβερά,οδυνηρά,σκληρός,σκληρά
Μακαρίως,χαρούμενα,χαρούμενα,με απεριόριστη ευχαρίστηση,χαρούμενα,χαρούμενα,ευχαρίστως,με χαρά,ευτυχισμένος,χαρούμενα
lugubrious => σκυθρωπός, lugsail => Γατζούρα, lugosi => Λουγκόσι, lugmark => Σήμα, luging => έλκηθρο,