Greek Meaning of dourly

κατσουφιασμένα

Other Greek words related to κατσουφιασμένα

Definitions and Meaning of dourly in English

Wordnet

dourly (r)

in a sullen manner

FAQs About the word dourly

κατσουφιασμένα

in a sullen manner

μαύρος,ζοφερά,σκοτεινά,απογοητευμένος,απελπισμένα,απαρηγόρητα,απογοητευτικά,απογοητευμένος,δυσάρεστα,οδυνηρά

Μακαρίως,ήρεμα,τυχαία,χαρούμενα,χαρούμενα,με απεριόριστη ευχαρίστηση,χαρούμενα,χαρούμενα,ευχαρίστως,με χαρά

doura => Ντόρα, dour => κατσούφης, doum palm => Ντούμ παλάμη, doulocracy => Δουλοκρατία, doula => Δούλα,