Greek Meaning of merrily

χαρούμενα

Other Greek words related to χαρούμενα

Definitions and Meaning of merrily in English

Wordnet

merrily (r)

in a joyous manner

Webster

merrily (adv.)

In a merry manner; with mirth; with gayety and laughter; jovially. See Mirth, and Merry.

FAQs About the word merrily

χαρούμενα

in a joyous mannerIn a merry manner; with mirth; with gayety and laughter; jovially. See Mirth, and Merry.

λαμπρά,χαρούμενα,ευτυχισμένος,χαρούμενα,χαρούμενα,χαρούμενα,θερμότατα,χιουμοριστικά,χαρούμενα,χαρούμενα

Αμείλικτα,σκοτεινά,απογοητευμένος,απαρηγόρητα,πολύ,άθλια,μελαγχολικά,λυπημένα,δυστυχώς,ταπεινά

merozoite => μεροζωίτης, merovingian dynasty => Δυναστεία των Μεροβιγγείων, merovingian => μεροβίγγειοι, merou => μερού, merostomata => Μερουστοματα,