Greek Meaning of bleakly

Αμείλικτα

Other Greek words related to Αμείλικτα

Definitions and Meaning of bleakly in English

Wordnet

bleakly (r)

without hope

FAQs About the word bleakly

Αμείλικτα

without hope

σκοτεινά,πολύ,άθλια,μελαγχολικά,δυστυχώς,ταπεινά,ζοφερά,απογοητευμένος,απελπισμένα,απαρηγόρητα

λαμπρά,χαρούμενα,χαρούμενα,χαρούμενα,χαρούμενα,ευτυχισμένος,θερμότατα,χιουμοριστικά,χαρούμενα,χαρούμενα

bleak => άχαρος, bleaching powder => χλωρίνη, bleaching earth => γη λαμπρύνσεως, bleaching clay => Χλωριτικό άργιλο, bleaching agent => Λευκαντικό,