Greek Meaning of bleaching

λεύκανση

Other Greek words related to λεύκανση

Definitions and Meaning of bleaching in English

Webster

bleaching (p. pr. & vb. n.)

of Bleach

Webster

bleaching (n.)

The act or process of whitening, by removing color or stains; esp. the process of whitening fabrics by chemical agents.

FAQs About the word bleaching

λεύκανση

of Bleach, The act or process of whitening, by removing color or stains; esp. the process of whitening fabrics by chemical agents.

φωτεινό,ξεθώριασμα,Λεύκανση,ζεμάτισμα,μείωση φωτεινότητας,βαρετός,αστραπή,χλωμός,αποχρωματισμός,Χιόνι

μαύρισμα,σκοτείνιασμα,εμβάθυνση,αποχρωματισμός,βαφή,σκίαση,κυμάτωση,Χρωματισμός,κηλίδωση,άλειμμα

bleachery => λευκαντικό, bleachers => κερκίδες, bleacheries => λευκαντήρια, bleacher => εξέδρα, bleached => χλωριωμένο,