Greek Meaning of bleaching
λεύκανση
Other Greek words related to λεύκανση
- μαύρισμα
- σκοτείνιασμα
- εμβάθυνση
- αποχρωματισμός
- βαφή
- σκίαση
- κυμάτωση
- Χρωματισμός
- κηλίδωση
- άλειμμα
- κηλίδες
- μαρμάρωμα
- στίξη
- Ζωγραφική
- Σχέδιο
- στίλβωση
- λαμπερός
- διάστικτος
- Χρώση
- Γραμμωτός
- θάμπωμα
- απόχρωση
- χρώση
- ποικιλοχρωμία
- Κηλίδες
- Καφέτισμα
- Χρωστικός
- κηλιδωτός
- Φακίδες
- λεκές
- ραβδώσεις
- χρώση
- γυάλισμα
- χρώση
- πολυχρωμία
- ραβδωτός
Nearest Words of bleaching
Definitions and Meaning of bleaching in English
bleaching (p. pr. & vb. n.)
of Bleach
bleaching (n.)
The act or process of whitening, by removing color or stains; esp. the process of whitening fabrics by chemical agents.
FAQs About the word bleaching
λεύκανση
of Bleach, The act or process of whitening, by removing color or stains; esp. the process of whitening fabrics by chemical agents.
φωτεινό,ξεθώριασμα,Λεύκανση,ζεμάτισμα,μείωση φωτεινότητας,βαρετός,αστραπή,χλωμός,αποχρωματισμός,Χιόνι
μαύρισμα,σκοτείνιασμα,εμβάθυνση,αποχρωματισμός,βαφή,σκίαση,κυμάτωση,Χρωματισμός,κηλίδωση,άλειμμα
bleachery => λευκαντικό, bleachers => κερκίδες, bleacheries => λευκαντήρια, bleacher => εξέδρα, bleached => χλωριωμένο,