Greek Meaning of embrowning

Καφέτισμα

Other Greek words related to Καφέτισμα

Definitions and Meaning of embrowning in English

embrowning

to cause to turn brown, darken

FAQs About the word embrowning

Καφέτισμα

to cause to turn brown, darken

φωτεινό,αστραπή,ραβδωτός,απόχρωση (κάτω),κηλίδωση,σκοτείνιασμα,βαφή,κηλίδες,στίξη,πολυχρωμία

λεύκανση,αποχρωματισμός,Λεύκανση,ζεμάτισμα

embrowned => μελαμψό, embroiderers => κεντητές, embrocations => εμβρέγματα, embrittled => εύθραυστος, embrangling => μπλέκεται,